- πολέμαρχος
- Όνομα ιστορικών προσώπων.
1. Αθηναίος μέτοικος, αδελφός του ρήτορα Λυσία. Καταδικάστηκε από τους 30 τύραννους να πιει το κώνειο για τα δημοκρατικά του φρονήματα.
2. Ευγενής Σπαρτιάτης που σκότωσε το βασιλιά της Σπάρτης Πολύδωρο στα μέσα του 8ου αι. π.Χ. · θεωρήθηκε τυραννοκτόνος και τιμήθηκε με ιδιαίτερο μνημείο.
3. Μαθητής του αστρονόμου Εύδοξου από την Κύζικο. Έζησε τον 4o αι. π.Χ.
* * *ο, ΝΜΑ, και πολέμαρχος, Ν1. αυτός που διοικεί το στράτευμα κατά τη διάρκεια τού πολέμου (α. «μεγάλος πολέμαρχος ο Κολοκοτρώνης» β. «ὤλετ' Ἀχαιῶν πολέμαρχος», Αισχύλ.)2. ένας από τους εννέα άρχοντες τής Αθήνας ο οποίος είχε ενιαύσια θητεία και τού οποίου οι αρμοδιότητες ήταν κυρίως πολεμικέςνεοελλ.1. (επί τουρκοκρατίας) ανώτερος οπλαρχηγός ο οποίος είχε απόλυτη εξουσία2. γενναιότατος μαχητήςαρχ.1. (στη Σπάρτη) ο διοικητής ταξιαρχίας2. (στη Θήβα) άρχοντας αμέσως κατώτερος τού βοιωτάρχου, ανώτερος όμως στη στρατιωτική ιεραρχία3. τίτλος άρχοντα στη Μαντινεία, στην Αρκαδία κ.α.4. αρχηγός, ηγεμόνας.[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + -αρχος (< άρχω), πρβλ. ναύ-αρχος].
Dictionary of Greek. 2013.